νεφέλωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νεφέλωμα < νεφέλ(η) + -ωμα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική nébuleuse[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νεφέλωμα ουδέτερο
- (αστρονομία) ένφωτες επιφάνειες στόν ουρανό, οι οποίες με γυμνό μάτι φαίνονται σα μια θολή κηλίδα
- (αστρονομία) χώρος γέννησης άστρων
- (ιατρική) πάθηση των νεφρών
- (μεταφορικά) για κάποια ιδέα, σκέψη που είναι ασαφής και συγκεχυμένη
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- νεφέλωμα στη Βικιπαίδεια
- διάχυτο νεφέλωμα
- νεφέλωμα ανάκλασης
- νεφέλωμα εκπομπής
- σκοτεινό νεφέλωμα
- πλανητικό νεφέλωμα
- γαλαξίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νεφέλωμα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ νεφέλωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- νεφέλωμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωμα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)