nébuleuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
nébuleuse | nébuleuses |
nébuleuse (fr) θηλυκό
- το νεφέλωμα
- (μεταφορικά) πεδίο επιρροής ενός (πολιτικού ή άλλου) κινήματος