AM
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Διεθνείς όροι[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- AM < Armenia
Σύμβολο[επεξεργασία]
AM
Πηγές[επεξεργασία]
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
- AM < Amplitude Modulation
Συντομομορφή[επεξεργασία]
AM (en) αρκτικόλεξο
- (τεχνολογία) διαμόρφωση πλάτους: μέθοδος αποστολής πληροφοριών τροποποιώντας (διαμορφώνοντας) την ένταση (πλάτος) ενός φέροντος κύματος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
AM στην αγγλική Βικιπαίδεια