Aas

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Aas (de) ουδέτερο (πληθυντικός: die Äser / Aase)

  1. ψοφίμι
  2. παλιάνθρωπος