Boyacoğlu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Boyacoğlu < επάγγελμα boyac(ı) (μπογιατζής, βαφέας) + πατρωνυμικό -oğlu (-όγλου)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: Μπογιατζόγλου > Βογιατζόγλου

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Boyacoğlu (tr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]