Butter
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Butter (de) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Butter < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Butter αρσενικό ή θηλυκό