DVM
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- DVM < Doctor of Veterinary Medicine
Συντομομορφή[επεξεργασία]
DVM (en) αρκτικόλεξο
- (ιατρική, αμερικανικά αγγλικά) αρχικά που τίθενται έπειτα από το όνομα κάποιου και δηλώνουν ότι έχει πτυχίο κτηνιατρικής, πως είναι κτηνίατρος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- D.V.M.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- veterinary education στην αγγλική Βικιπαίδεια