Dichter
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Dichter (de) αρσενικό (θηλυκό Dichterin)
- ο ποιητής
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Dichter < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Dichter αρσενικό ή θηλυκό