Fall
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Fall (de) αρσενικό
- η πτώση
- η περίσταση, η περίπτωση
- das ist der Fall - πρόκειται για αυτή την περίπτωση
- (νομικός όρος) υπόθεση
Σύνθετα[επεξεργασία]
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
(αμερικανική διάλεκτος κυρίως, autumn βρετανική)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Fall (en)