Fall

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Fall (de) αρσενικό

  1. η πτώση
  2. η περίσταση, η περίπτωση
    das ist der Fall - πρόκειται για αυτή την περίπτωση
  3. (νομικός όρος) υπόθεση

Σύνθετα[επεξεργασία]