Frucht
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Frucht | die | Früchte |
γενική | der | Frucht | der | Früchte |
δοτική | der | Frucht | den | Früchten |
αιτιατική | die | Frucht | die | Früchte |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Frucht < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική vruht < παλαιά άνω γερμανική fruht < λατινική fructus [1] [2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fʁʊxt/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Frucht
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Frucht (de) θηλυκό
- (βοτανική) ο καρπός
- ⮡ Eicheln sind die Früchte der Eiche.
- Τα βελανίδια είναι οι καρποί της βελανιδιάς.
- ⮡ Eicheln sind die Früchte der Eiche.
- το φρούτο
- (παρωχημένο, μόνο στον ενικό) η σοδειά
- (μεταφορικά) το εύφορο αποτέλεσμα κόπων
- ⮡ Endlich kann ich die Früchte meiner harten Arbeit genießen.
- Επιτέλους μπορώ να απολαύσω τους καρπούς της σκληρής μου δουλειάς.
- ⮡ Endlich kann ich die Früchte meiner harten Arbeit genießen.
- το έμβρυο
- (νομικός όρος) οικονομικό εισόδημα ή προϊόν που παράγεται από μια ιδιοκτησία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Frucht στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Frucht αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά θηλυκά (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Βοτανική (γερμανικά)
- Φρούτα (γερμανικά)
- Νομικοί όροι (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (γερμανικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (γερμανικά)