Μετάβαση στο περιεχόμενο

Knoblauch

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Knoblauch
γενική des Knoblauchs
Knoblauches
δοτική dem Knoblauch
Knoblauche
αιτιατική den Knoblauch

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Knoblauch < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική knobelouch / klobelouch < παλαιά άνω γερμανική klobalouh [1] [2]
Αναλύεται σε: Kloben (σπασμένο κομμάτι ξύλου) + Lauch (πράσο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈknoːpˌlaʊ̯x/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Knoblauch (de) αρσενικό, μόνο στον ενικό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Knoblauch στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Knoblauch - Duden online.
  2. Knoblauch - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Knoblauch αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Knoblauch < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Knoblauch αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden