Kork

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Kork (de) αρσενικό (πληθυντικός: die Korke)

  • το φελλόξυλο (από το οποίο κατασκευάζονται τα πώματα), ο φελλός
    Korken aus Kork - πώμα από φελλό



Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Kork < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Kork θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 [1], [2]



Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Kork < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Kork αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [3]