Laune
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Laune (de) θηλυκό
- η διάθεση
Φινλανδικά (fi)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Laune < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Laune θηλυκό