Lundhquist

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Lundhquist < lund (δασάκι) + qvist (παρωχημένo) / kvist (κλαρί) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Lundhquist (sv) αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]