Meter
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Meter (de) αρσενικό ή ουδέτερο
- (μονάδα μέτρησης, φυσική) το μέτρο
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Meter < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Meter αρσενικό ή θηλυκό