Meter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Meter (de) αρσενικό ή ουδέτερο
- (μονάδα μέτρησης, φυσική) το μέτρο