Stör
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Stör (de) αρσενικό
- (ψάρι) ο οξύρρυγχος
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Stör < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Stör αρσενικό ή θηλυκό