Μετάβαση στο περιεχόμενο

Stirling

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Stirling < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Stirling (en)

  1. πόλη της Σκοτίας, το Στέρλινγκ
  2. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
  • National Records of Scotland, retrieved 10/8/2023, Lists of most common surnames in the registers for selected years, 2021



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Stirling < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Stirling αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Stirling < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Stirling αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023