Swede
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Swede (en)
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Swede < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Swede αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]