Swede
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
Swede | Swedes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Swede (en)
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Swede < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Swede αρσενικό ή θηλυκό