Tisch
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Tisch (de) αρσενικό
- τραπέζι
- der Tisch ist hoch - το τραπέζι είναι ψηλό
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Tisch < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Tisch αρσενικό ή θηλυκό