Tisch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Tisch (de) αρσενικό

  • τραπέζι
    der Tisch ist hoch - το τραπέζι είναι ψηλό

Σύνθετα[επεξεργασία]