Traum
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Traum (de) αρσενικό
- το όνειρο
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Traum < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Traum αρσενικό ή θηλυκό