Vogel
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά
(de)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
Vogel
(de)
αρσενικό
(
ορνιθολογία
) το
πουλί
Κατηγορίες
:
Γερμανική γλώσσα
Ουσιαστικά (γερμανικά)
Ορνιθολογία (γερμανικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Aragonés
Azərbaycanca
Беларуская
Български
Brezhoneg
Bosanski
Català
ᏣᎳᎩ
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
ދިވެހިބަސް
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Gaeilge
Galego
Gaelg
Hrvatski
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
ᐃᓄᒃᑎᑐᑦ/inuktitut
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Kernowek
Кыргызча
Lëtzebuergesch
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Latviešu
Malagasy
Māori
Монгол
မြန်မာဘာသာ
Nāhuatl
Plattdüütsch
Nederlands
Norsk
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Română
Русский
Sängö
සිංහල
Slovenčina
Gagana Samoa
Soomaaliga
Shqip
Svenska
Kiswahili
Тоҷикӣ
ไทย
Türkmençe
Tok Pisin
Türkçe
Vèneto
Volapük
中文