Μετάβαση στο περιεχόμενο

Welsh

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Welsh < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Welsh αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Welsh < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

[επεξεργασία]

Welsh (en)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Welsh (en)

  1. (εθνικό όνομα) οι Ουαλοί, ο λαός της Ουαλίας
     συνώνυμα: Welshmen, Welshwomen
  2. (γλώσσα) τα ουαλικά, η ουαλική γλώσσα
  3. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
  • National Records of Scotland, retrieved 10/8/2023, Lists of most common surnames in the registers for selected years, 2021



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Welsh < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Welsh αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Welsh < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Welsh αρσενικό ή θηλυκό

  • Louis Duchesne, Les noms de famille au Québec : aspects statistiques et distribution spatiale, Institut de la statistique du Québec, 2006, ανακτήθηκε στις 22/8/2023



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Welsh < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Welsh αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden