Wiktionary
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Wiktionary < χαβανέζικη λέξη wiki + κατάληξη της αγγλικής λέξης dictionary
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Wiktionary (en)
[επεξεργασία]
- Wiktionaut, Wiktionarist, Wiktionarian: όλα σημαίνουν "αυτός που συνεισφέρει στο Wiktionary."
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Wiktionary < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Wiktionary
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Wiktionary (en) ουδέτερο
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Wiktionary (nl)
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Κύρια ονόματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Κύρια ονόματα (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (ολλανδικά)
- Ολλανδική γλώσσα
- Κύρια ονόματα (ολλανδικά)