Witwer
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Witwer (de) αρσενικό (θηλυκό Witwe)
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Witwer < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Witwer αρσενικό ή θηλυκό