Zwiebel
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Zwiebel | die | Zwiebeln |
γενική | der | Zwiebel | der | Zwiebeln |
δοτική | der | Zwiebel | den | Zwiebeln |
αιτιατική | die | Zwiebel | die | Zwiebeln |
Σε κάποιες διαλέκτους της Αυστρίας και της Νότιας Γερμανίας συναντάται σε αρσενικό γένος |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Zwiebel < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική zwibel / z(w)ibolle < παλαιά άνω γερμανική z(w)ibolla / z(w)ibollo < υστερολατινική cepula < λατινική cepa [1] [2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈt͡sviːbl̩/
- ⓘ
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Zwiebel (de) αρσενικό ή θηλυκό
Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Zwiebel στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Zwiebel αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά θηλυκά (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Λαχανικά (γερμανικά)
- Φυτά (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (γερμανικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (γερμανικά)