Μετάβαση στο περιεχόμενο

Zwiebel

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Zwiebel die Zwiebeln
γενική der Zwiebel der Zwiebeln
δοτική der Zwiebel den Zwiebeln
αιτιατική die Zwiebel die Zwiebeln
Σε κάποιες διαλέκτους της Αυστρίας και της Νότιας Γερμανίας συναντάται σε αρσενικό γένος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Zwiebel < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική zwibel / z(w)ibolle < παλαιά άνω γερμανική z(w)ibolla / z(w)ibollo < υστερολατινική cepula < λατινική cepa [1] [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈt͡sviːbl̩/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Zwiebel (de) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (λαχανικό) το κρεμμύδι
  2. (φυτό) ο βολβός (των φυτών)

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Zwiebel στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Zwiebel - Duden online.
  2. Zwiebel - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Zwiebel αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023