Zwiebel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Zwiebel (de) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (λαχανικό) το κρεμμύδι
  2. ο βολβός (των φυτών)