Zwiebel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Zwiebel (de) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (λαχανικό) το κρεμμύδι
  2. ο βολβός (των φυτών)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Zwiebel < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Zwiebel αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]