aĉetaĵo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉetaĵo | aĉetaĵoj |
αιτιατική | aĉetaĵon | aĉetaĵojn |
aĉetaĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉetaĵo | aĉetaĵoj |
αιτιατική | aĉetaĵon | aĉetaĵojn |
aĉetaĵo (eo)