aĝa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĝa | aĝaj |
αιτιατική | aĝan | aĝajn |
aĝa (eo)
- tridekaĝa - τριάντα ετών
- mezaĝa - μεσαιωνικός