aŭskultantaro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭskultantaro | aŭskultantaroj |
αιτιατική | aŭskultantaron | aŭskultantarojn |
aŭskultantaro (eo)
- το ακροατήριο