aŭto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

aŭto < aŭt + -o

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική aŭto aŭtoj
αιτιατική aŭton aŭtojn

aŭto (eo)

  • το αυτοκίνητο
    oni povas parki aŭton en la kelo, μπορεί κανείς να παρκάρει το αυτοκίνητό του στο υπόγειο