aŭtokrato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtokrato | aŭtokratoj |
αιτιατική | aŭtokraton | aŭtokratojn |
aŭtokrato (eo)
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- autokrato στο H-sistemo
- auxtokrato στο X-sistemo