abattu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
abattu | abattus |
abattu (fr) αρσενικό
- γκρεμισμένος
- (για αισθήματα) τσακισμένος, καταβεβλημένος