καταβεβλημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταβεβλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταβάλλω
Μετοχή
[επεξεργασία]καταβεβλημένος, -η, -ο
- με μειωμένες σωματικές ή ψυχικές δυνάμεις, κουρασμένος, εξαντλημένος
- έχει αναρρώσει, αλλά είναι ακόμα πολύ καταβεβλημένος