abbatial
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abbatial | abbatiaux |
θηλυκό | abbatiale | abbatiales |
abbatial (fr) αρσενικό
- που αφορά το αβαείο
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abbatial | abbatiaux |
θηλυκό | abbatiale | abbatiales |
abbatial (fr) αρσενικό