abitante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- abitante < μετοχή του ρήματος abitare
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
abitante | abitanti |
abitante (it) αρσενικό ή θηλυκό