abolitionniste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
abolitionniste < abolition

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.bɔ.li.sjɔ.nist/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
abolitionniste abolitionnistes

abolitionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που είναι υπέρ της κατάργησης (της δουλείας, της θανατικής ποινής, ...)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abolitionniste (fr) αρσενικό

  1. λέγεται, στις Ηνωμένες Πολιτείες, για τους οπαδούς της κατάργησης της δουλείας