aborto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aborto | abortoj |
αιτιατική | aborton | abortojn |
aborto (eo)
- η έκτρωση
- eksterleĝaj abortoj - παράνομες εκτρώσεις
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aborto (it) αρσενικό