absceso
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | absceso | abscesoj |
αιτιατική | absceson | abscesojn |
absceso (eo)
- το απόστημα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | absceso | abscesoj |
αιτιατική | absceson | abscesojn |
absceso (eo)