absoluta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

absoluta < absolut + -a

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική absoluta absolutaj
αιτιατική absolutan absolutajn

absoluta (eo)

  • απόλυτος
    sia partio havas absolutan plimulton en parlamento
    το κόμμα του έχει την απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή