accusé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | accusé | accusés |
θηλυκό | accusée | accusées |
accusé (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | accusé | accusés |
θηλυκό | accusée | accusées |
accusé (fr) αρσενικό