accuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | accuse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | accuses |
αόριστος | accused |
παθητική μετοχή | accused |
ενεργητική μετοχή | accusing |
Ρήμα
[επεξεργασία]accuse (en)
- κατηγορώ
- ↪ I was forced to undertake his defense myself, because they unjustly accused him.
- Αναγκάστηκα να αναλάβω εγώ την υπεράσπισή του, γιατί τον κατηγορούσαν άδικα.
- ↪ She was accused of murder.
- Κατηγορήθηκε για φόνο.
- ↪ He is accused of committing murder.
- Κατηγορείται ότι διέπραξε φόνο.
- ↪ I was forced to undertake his defense myself, because they unjustly accused him.