acero
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ίντο (io)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
acero | aceri |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
acero (io)
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
acero (es)
- το ατσάλι
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
acero (it)
- (δέντρο) σφένδαμος
- (γαστρονομία) το σιρόπι] που βγαίνει από τον καρπό του δένδρου