achèvement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
achèvement | achèvements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
achèvement (fr) αρσενικό
- η αποπεράτωση, το πέρας, η τελείωση, η ολοκλήρωση
- l'achèvement des travaux est prévu pour l'année prochaine
- η αποπεράτωση των έργων προβλέπεται να γίνει το χρόνο που έρχεται
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη achever