Μετάβαση στο περιεχόμενο

achèvement

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
achèvement achèvements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

achèvement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη achever