Μετάβαση στο περιεχόμενο

adamique

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
adamique adamiques

Επίθετο

[επεξεργασία]

adamique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σχετικός με τον Αδάμ
  2. (παρωχημένο) χαρακτηριστικός του αποθέματος που παραμένει όταν αποσύρονται τα νερά της θάλασσας κατά την άμπωτη