adhésion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
adhésion adhésions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

adhésion (fr) θηλυκό

  1. η προσκόλληση
  2. η εγγραφή (σε σύλλογο κ.λπ.) ως μέλος

Συγγενικά[επεξεργασία]