adhésion
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
adhésion | adhésions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]adhésion (fr) θηλυκό
- η προσκόλληση
- η εγγραφή (σε σύλλογο κ.λπ.) ως μέλος
- η προσχώρηση
ενικός | πληθυντικός |
adhésion | adhésions |
adhésion (fr) θηλυκό