adhésif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adhésif | adhésifs |
θηλυκό | adhésive | adhésives |
adhésif (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
adhésif | adhésifs |
adhésif (fr) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη adhérer