adhésif

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό adhésif adhésifs
θηλυκό adhésive adhésives

adhésif (fr)

  1. κολλητικός
     συνώνυμα: autoadhésif, autocollant, collant

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
adhésif adhésifs

adhésif (fr) αρσενικό

  1. κολλητική ταινία, σελοτέιπ
     συνώνυμα: bande adhésive, ruban adhésif, scotch

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη adhérer