scotch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
scotch scotchs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

scotch (fr) αρσενικό

  1. σκωτσέζικο ουίσκι
  2. (κατ’ επέκταση) ένα ποτήρι αυτού του ουίσκι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
scotch scotchs

scotch (fr) αρσενικό

  1. κολλητική ταινία]], σελοτέιπ
     συνώνυμα: adhésif