scotch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
scotch | scotchs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]scotch (fr) αρσενικό
- σκωτσέζικο ουίσκι
- (κατ’ επέκταση) ένα ποτήρι αυτού του ουίσκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
scotch | scotchs |
scotch (fr) αρσενικό