adiaŭo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- adiaŭo < adiaŭ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adiaŭo | adiaŭoj |
αιτιατική | adiaŭon | adiaŭojn |
adiaŭo (eo)