adresaro
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adresaro | adresaroj |
αιτιατική | adresaron | adresarojn |
adresaro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adresaro | adresaroj |
αιτιατική | adresaron | adresarojn |
adresaro (eo)