Μετάβαση στο περιεχόμενο

affirmation

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

affirmation (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
affirmation affirmations

affirmation (fr) θηλυκό

  1. η διαβεβαίωση
  2. ο ισχυρισμός

Αντώνυμα

[επεξεργασία]