assertion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]assertion (en)
- δήλωση, ισχυρισμός, διαβεβαίωση
- (προγραμματισμός) εντολή σε πρόγραμμα που δηλώνει ότι σε κάποιο σημείο του προγράμματος μία συνθήκη πρέπει να είναι αληθής. Χρησιμοποιείται στην αποσφαλμάτωση (debugging)
- Στην γλώσσα προγραμματισμού C, η εντολή
assert(x > 1);
, είναι ένα assertion και δημιουργεί μήνυμα λάθους όταν δεν ισχύειx > 1
- Στην γλώσσα προγραμματισμού C, η εντολή
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- assertion στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.sɛʁ.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
assertion | assertions |
assertion (fr) θηλυκό